Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτογερμανικά ουδέτερο πληθυντικός

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρωτογερμανικά