πρωτογέννημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτογέννημα < ελληνιστική κοινή πρωτογέννημα < πρωτογεννάω < αρχαία ελληνική πρῶτος + γεννάω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτογέννημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πρωτογεννώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτογέννημα
|