Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοανοίγω < πρωτο- + ανοίγω

  Ρήμα επεξεργασία

πρωτοανοίγω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία