πρωιμιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρωιμιά | οι | πρωιμιές |
γενική | της | πρωιμιάς | των | πρωιμιών |
αιτιατική | την | πρωιμιά | τις | πρωιμιές |
κλητική | πρωιμιά | πρωιμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωιμιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωιμιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωιμιά
|