πρυμάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
πρυμάρω
- (αργκό) ταξιδεύω με πλοίο, σαλπάρω
- Σαν ήρθε ο καιρός να πρυμάρει για τη Μαύρη θάλασσα, βγήκε στο Γαλατά να τσουρμάρει. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Διάβολοι στο γιαλό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρυμάρω
|