Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προϋπόσχεση οι προϋποσχέσεις
      γενική της προϋπόσχεσης* των προϋποσχέσεων
    αιτιατική την προϋπόσχεση τις προϋποσχέσεις
     κλητική προϋπόσχεση προϋποσχέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προϋποσχέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προϋπόσχεση < ελληνιστική κοινή προϋπόσχεσις[1] < αρχαία ελληνική πρό + ὑπόσχεσις < ὑπισχνέομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προϋπόσχεση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. προϋπόσχεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.