προϋπολογιστικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προϋπολογιστικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του προϋπολογιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προϋπολογιστικός
προϋπολογιστικό