Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προϊδεάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προϊδεάζω
  2. θα προϊδεάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προϊδεάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

προϊδεάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προϊδέαση