Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφυλαχτικά < προφυλαχτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

προφυλαχτικά

→ δείτε τη λέξη  προφυλακτικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

προφυλαχτικά