Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προφιλοπλαστική οι προφιλοπλαστικές
      γενική της προφιλοπλαστικής των προφιλοπλαστικών
    αιτιατική την προφιλοπλαστική τις προφιλοπλαστικές
     κλητική προφιλοπλαστική προφιλοπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφιλοπλαστική < + πλαστική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προφιλοπλαστική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία