προφητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προφητικότητα < προφητικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προφητικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του προφητικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
προφητικότητα
|
Πηγές επεξεργασία
- προφητικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)