Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφέρω < αρχαία ελληνική προφέρω < προ- + φέρω (φέρνω μπροστά)

  Ρήμα επεξεργασία

προφέρω

  1. αρθρώνω φθόγγους και λέξεις
  2. μιλάω με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία