Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προτίμησῐς αἱ προτιμήσεις
      γενική τῆς προτιμήσεως τῶν προτιμήσεων
      δοτική τῇ προτιμήσει ταῖς προτιμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προτίμησῐν τὰς προτιμήσεις
     κλητική ! προτίμησῐ προτιμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προτιμήσει
γεν-δοτ τοῖν  προτιμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτίμησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προτίμησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία