προσωπολάτρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.so.poˈla.tɾis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσωπολάτρης αρσενικό
- (λόγιο) που εκδηλώνει προσωπολατρία
Συγγενικά επεξεργασία
- προσωπολατρία
- → δείτε τις λέξεις πρόσωπο και λάτρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσωπολάτρης
|