Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προστατίτιδα οι προστατίτιδες
      γενική της προστατίτιδας των προστατίτιδων
    αιτιατική την προστατίτιδα τις προστατίτιδες
     κλητική προστατίτιδα προστατίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προστατίτιδα < καθαρεύουσα προστατῖτις[1](μαρτυρείται από το 1896)[2], λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική prostatite < prostat(e) (προστάτης) + -ite (-ῖτις) > -ίτιδα[3]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προστατίτιδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. προστατίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας