προσσχηματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσσχηματισμός < προσχηματισμός < ελληνιστική κοινή προσχηματισμός < προσχηματίζομαι < αρχαία ελληνική σχῆμα < ἔχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσσχηματισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσσχηματισμός
|