Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσποίησῐς αἱ προσποιήσεις
      γενική τῆς προσποιήσεως τῶν προσποιήσεων
      δοτική τῇ προσποιήσει ταῖς προσποιήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσποίησῐν τὰς προσποιήσεις
     κλητική ! προσποίησῐ προσποιήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσποιήσει
γεν-δοτ τοῖν  προσποιησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσποίησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσποίησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία