Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσορμίζομαι < αρχαία ελληνική προσορμίζομαι < πρός + ὅρμος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προσορμίζομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία