προσβάλλομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσβάλλω
Ρήμα επεξεργασία
προσβάλλομαι
- θίγομαι από ενέργειες άλλων ηθικά και ψυχικά
- Δεν του ξαναμιλάω! Προσβλήθηκα πολύ από τη συμπεριφορά του!
- θίγομαι σωματικά από ιό ή μικρόβιο
- προσβλήθηκε από γρίπη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσβάλλομαι
|