Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προπαρασκεύασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
προπαρασκεύασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
προπαρασκευάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
προπαρασκευάζω