Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προνομιακώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προνομιακῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε προνομιακ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

προνομιακώς

  Πηγές επεξεργασία