Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προνοέω < προ- + νοέω

  Ρήμα επεξεργασία

προνοέω

  1. προβλέπω, αντιλαμβάνομαι εκ των προτέρων
  2. προνοώ, σχεδιάζω εκ των προτέρων

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία