προμαντεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.manˈde.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐μα‐ντεύ‐ο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
προμαντεύομαι, π.αόρ.: προμαντεύτηκα/-εύθηκα, μτχ.π.π.: προμαντευμένος, (ενεργ.: προμαντεύω)
- παθητική φωνή του ρήματος προμαντεύω → δείτε και την κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προμαντεύομαι < προ- + μαντεύομαι < μάντις
Ρήμα επεξεργασία
προμαντεύομαι (χωρίς ενεργητική φωνή)
Ρήμα επεξεργασία
προμαντεύομαι
- (ελληνιστική κοινή) μεσοπαθητική φωνή του ρήματος προμαντεύω
Πηγές επεξεργασία
- προμαντεύομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προμαντεύομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.