Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.manˈde.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐μα‐ντεύ‐ο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

προμαντεύομαι, π.αόρ.: προμαντεύτηκα/-εύθηκα, μτχ.π.π.: προμαντευμένος, (ενεργ.: προμαντεύω)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμαντεύομαι < προ- + μαντεύομαι < μάντις

  Ρήμα επεξεργασία

προμαντεύομαι (χωρίς ενεργητική φωνή)

  Ρήμα επεξεργασία

προμαντεύομαι

  Πηγές επεξεργασία