προμήτωρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προμήτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προμήτωρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
προμήτωρ θηλυκό
- (απαρχαιωμένο) η ιδρύτρια ενός γένους, γενάρχης, ως αναφορά σε παλιότερους όρους
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γενάρχης
γενάρχης (θηλυκό)
|
Πηγές επεξεργασία
- προμήτωρ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προμήτωρ | αἱ | προμήτορες |
γενική | τῆς | προμήτορος | τῶν | προμητόρων |
δοτική | τῇ | προμήτορῐ | ταῖς | προμήτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | προμήτορᾰ | τὰς | προμήτορᾰς |
κλητική ὦ! | προμῆτορ | προμήτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προμήτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προμητόροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προμήτωρ, -ορος θηλυκό
- η ιδρύτρια ενός γένους, γενάρχης
- (ως αρσενικό) ο εκ μητρός παππούς (στον Ησύχιο)
- <προμήτωρ> πατὴρ μητρός ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- προμήτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προμήτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.