Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προμήτωρ οι προμήτορες
      γενική της προμήτορος των προμητόρων
    αιτιατική την προμήτορα τις προμήτορες
     κλητική προμήτορ προμήτορες
Κατηγορία όπως «βασιλομήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμήτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προμήτωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προμήτωρ θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γενάρχης

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προμήτωρ αἱ προμήτορες
      γενική τῆς προμήτορος τῶν προμητόρων
      δοτική τῇ προμήτορ ταῖς προμήτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προμήτορ τὰς προμήτορᾰς
     κλητική ! προμῆτορ προμήτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προμήτορε
γεν-δοτ τοῖν  προμητόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμήτωρ < προ- + -μήτωρ. Κατά το προπάτωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προμήτωρ, -ορος θηλυκό

  1. η ιδρύτρια ενός γένους, γενάρχης
  2. (ως αρσενικό) ο εκ μητρός παππούς (στον Ησύχιο)
    <προμήτωρ> πατὴρ μητρός Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία