Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προλογίζω < (ελληνιστική κοινήπρολογίζω < αρχαία ελληνική πρόλογος < πρό + λέγω

  Ρήμα επεξεργασία

προλογίζω (παθητική φωνή: προλογίζομαι)

  1. μιλώ προεισαγωγικά για κάτι
    την ταινία θα προλογίσει γνωστός κριτικός
  2. γράφω πρόλογο
    του ζήτησα να προλογίσει το βιβλίο μου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία