προληπτικό κατηγορούμενο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προληπτικό κατηγορούμενο < → δείτε τη λέξη προληπτικός (στη σημασία: προκαταβολικός) & κατηγορούμενο (όρος συντακτικού)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

προληπτικό κατηγορούμενο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία