προκύπτω
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκύπτω < αρχαία ελληνική
Ρήμα επεξεργασία
προκύπτω
- (στο γ' ενικό) για κάτι που έρχεται ως αποτέλεσμα
- από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι το καινούριο
- (στο γ' ενικό) για κάτι που συμβαίνει ή γίνεται γνωστό απροσδόκητα
- την τελευταία στιγμή προέκυψε μια δυσκολία
- (απρόσωπο) εξάγεται ως συμπέρασμα
- από την έρευνα προκύπτει ότι ο ιός μεταλλάχτηκε