προεόρτια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | προεόρτια | ||
γενική | των | προεόρτιων | ||
αιτιατική | τα | προεόρτια | ||
κλητική | προεόρτια | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεόρτια, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προεόρτιος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
προεόρτια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι ημέρες πριν από μία γιορτή καθώς και οι εορταστικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκειά τους
- (μεταφορικά) τα γεγονότα που προηγούνται μιας εξέλιξης και την προαναγγέλλουν ή την προοικονομούν
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προεόρτια
|