προεμβάζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προεμβάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προεμβάζω
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προεμβάζομαι | προεμβαζόμουν(α) | θα προεμβάζομαι | να προεμβάζομαι | ||
β' ενικ. | προεμβάζεσαι | προεμβαζόσουν(α) | θα προεμβάζεσαι | να προεμβάζεσαι | (προεμβάζου) | |
γ' ενικ. | προεμβάζεται | προεμβαζόταν(ε) | θα προεμβάζεται | να προεμβάζεται | ||
α' πληθ. | προεμβαζόμαστε | προεμβαζόμαστε προεμβαζόμασταν |
θα προεμβαζόμαστε | να προεμβαζόμαστε | ||
β' πληθ. | προεμβάζεστε | προεμβαζόσαστε προεμβαζόσασταν |
θα προεμβάζεστε | να προεμβάζεστε | (προεμβάζεστε) | |
γ' πληθ. | προεμβάζονται | προεμβάζονταν προεμβαζόντουσαν |
θα προεμβάζονται | να προεμβάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προεμβάστηκα | θα προεμβαστώ | να προεμβαστώ | προεμβαστεί | ||
β' ενικ. | προεμβάστηκες | θα προεμβαστείς | να προεμβαστείς | προεμβάσου | ||
γ' ενικ. | προεμβάστηκε | θα προεμβαστεί | να προεμβαστεί | |||
α' πληθ. | προεμβαστήκαμε | θα προεμβαστούμε | να προεμβαστούμε | |||
β' πληθ. | προεμβαστήκατε | θα προεμβαστείτε | να προεμβαστείτε | προεμβαστείτε | ||
γ' πληθ. | προεμβάστηκαν προεμβαστήκαν(ε) |
θα προεμβαστούν(ε) | να προεμβαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προεμβαστεί | είχα προεμβαστεί | θα έχω προεμβαστεί | να έχω προεμβαστεί | προεμβασμένος | |
β' ενικ. | έχεις προεμβαστεί | είχες προεμβαστεί | θα έχεις προεμβαστεί | να έχεις προεμβαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προεμβαστεί | είχε προεμβαστεί | θα έχει προεμβαστεί | να έχει προεμβαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προεμβαστεί | είχαμε προεμβαστεί | θα έχουμε προεμβαστεί | να έχουμε προεμβαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προεμβαστεί | είχατε προεμβαστεί | θα έχετε προεμβαστεί | να έχετε προεμβαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προεμβαστεί | είχαν προεμβαστεί | θα έχουν προεμβαστεί | να έχουν προεμβαστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
προεμβάζομαι
|
Πηγές επεξεργασία
- προεμβάζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)