Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεκλέγω < ελληνιστική κοινή προεκλέγω[1] < αρχαία ελληνική ἐκλέγω < λέγω

  Ρήμα επεξεργασία

προεκλέγω (παθητική φωνή: προεκλέγομαι)

  1. (λόγιο) εκλέγω από πριν, εκ των προτέρων
  2. (λόγιο, σπάνιο) άλλη μορφή του προεπιλέγω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • προεκλέγω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. προεκλέγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.