↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδραστικότητα οι προδραστικότητες
      γενική της προδραστικότητας των προδραστικοτήτων
    αιτιατική την προδραστικότητα τις προδραστικότητες
     κλητική προδραστικότητα προδραστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προδραστικότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προδραστικότητα θηλυκό

  • η ικανότητα να ενεργείς κατά τρόπο τέτοιο ούτως ώστε να επιφέρεις αλλαγή στο περιβάλλον σου

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία