Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προδικάζω < (ελληνιστική κοινήπροδικάζω < αρχαία ελληνική δικάζω < δίκη

  Ρήμα επεξεργασία

προδικάζω (παθητική φωνή: προδικάζομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία