Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προδίδωμι < πρό + δίδωμι

  Ρήμα επεξεργασία

προδίδωμι (μέση φωνή: προδίδομαι)

  1. προπληρώνω, δίνω εκ των προτέρων
  2. παραδίδω στον εχθρό
  3. εγκαταλείπω στην τύχη του,
  4. φανερώνω κάτι που δεν θα έπρεπε, προδίδω μυστικό, αποδεικνύομαι άπιστος
  5. (παθητικό) προδίδομαι, εγκαταλείπομαι

Συγγενικά επεξεργασία