Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προγύμνασμα τα προγυμνάσματα
      γενική του προγυμνάσματος των προγυμνασμάτων
    αιτιατική το προγύμνασμα τα προγυμνάσματα
     κλητική προγύμνασμα προγυμνάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προγύμνασμα < αρχαία ελληνική προγύμνασμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προγύμνασμα ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, σπάνιο) άλλη μορφή του προγύμνασηδιαδικασία ή το αποτέλεσμα του προγυμνάζω)
  2. ρητορικές ασκήσεις σύνθεσης λόγου (γραπτού ή προφορικού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • προγύμνασμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • προγύμνασμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)