προβληματικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβληματικά < προβληματικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
προβληματικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβληματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προβληματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προβληματικός