Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβλέπομαι < παθητική φωνή του ρήματος προβλέπω

  Ρήμα επεξεργασία

προβλέπομαι

→ δείτε τη λέξη προβλέπω