προβηγκιανά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | προβηγκιανά | ||
γενική | των | προβηγκιανών | ||
αιτιατική | τα | προβηγκιανά | ||
κλητική | προβηγκιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβηγκιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προβηγκιανός στον πληθυντικό < Προβηγκία < γαλλική Provence
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβηγκιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γλώσσα)
- (γλώσσα) η μεσαιωνική νεολατινική γλώσσα του oc που μιλιέται μέχρι και σήμερα στη νότια Γαλλία, αλλά βρίσκεται σε πλήρη εξασθένηση παρά τις προσπάθειες που γίνονται για αναβίωσή της
- (ειδικότερα) η λατινογενής διάλεκτος που μιλούν στην επαρχία Προβηγκία της νοτιοανατολικής Γαλλίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεολατινική γλώσσα
|
Επίρρημα επεξεργασία
προβηγκιανά
- στα προβηγικανά
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβηγκιανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προβηγκιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προβηγκιανός