Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προανήγγειλε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος προαναγγέλλω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προαναγγέλλω