Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πριονοταινία οι πριονοταινίες
      γενική της πριονοταινίας των πριονοταινιών
    αιτιατική την πριονοταινία τις πριονοταινίες
     κλητική πριονοταινία πριονοταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριονοταινία < πριόνι + ταινία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πριονοταινία θηλυκό, πληθυντικός πριονοταινίες

  1. (εργαλείο) μεταλλική πριονωτή ταινία κοπής ξύλων
  2. ξυλουργική ηλεκτρική μηχανή που φέρει την παραπάνω ταινία

  Μεταφράσεις επεξεργασία