πριμάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πριμάτος | οι | πριμάτοι |
γενική | του | πριμάτου | των | πριμάτων |
αιτιατική | τον | πριμάτο | τους | πριμάτους |
κλητική | πριμάτε | πριμάτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πριμάτος αρσενικό
- (θρησκεία) εκκλησιαστικός τίτλος που αποδίδεται σε επίσκοπο ως διοικητικώς επικεφαλής συγκεκριμένης ευρύτερης περιφέρειας
Μεταφράσεις επεξεργασία
πριμάτος
Πηγές επεξεργασία
- πριμάτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πρίμας - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)