Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πριμάτος οι πριμάτοι
      γενική του πριμάτου των πριμάτων
    αιτιατική τον πριμάτο τους πριμάτους
     κλητική πριμάτε πριμάτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριμάτος < μεσαιωνική ελληνική πρίμας[1] < λατινική primas / primus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πριμάτος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πριμάτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πρίμας - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)