Δείτε επίσης: πρέποντος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρεπόντως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρεπόντως < μετοχή πρέπων, πρεποντ- + -ως

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾeˈpon.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρε‐πό‐ντως
τονικό παρώνυμο: πρέποντος

  Επίρρημα επεξεργασία

πρεπόντως (τροπικό επίρρημα)

  • (λόγιο) όπως πρέπει, με τρόπο δίκαιο, ηθικό, όπως αρμόζει
    δεόντως και πρεπόντως

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρεπόντως < μετοχή πρέπων, πρεποντ- + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

πρεπόντως (τροπικό επίρρημα)

  Πηγές επεξεργασία