πρατιγάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρατιγάρω < βενετική pratigare < ιταλική pratico < λατινική practicus < αρχαία ελληνική πρακτικός (αντιδάνειο) < πράττω
Ρήμα επεξεργασία
πρατιγάρω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πράτιγο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρατιγάρω
|
Πηγές επεξεργασία
- πρατιγάρω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)