Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρασινοκίτρινο τα πρασινοκίτρινα
      γενική του πρασινοκίτρινου των πρασινοκίτρινων
    αιτιατική το πρασινοκίτρινο τα πρασινοκίτρινα
     κλητική πρασινοκίτρινο πρασινοκίτρινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρασινοκίτρινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρασινοκίτρινος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρασινοκίτρινο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρασινοκίτρινο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πρασινοκίτρινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρασινοκίτρινος