Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρακτέον < αρχαία ελληνική πρακτέον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρακτέον ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (λόγιο) (συνήθως μόνο στις καταγραμμένες εκφράσεις) που πρέπει να γίνει

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρακτέον

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρακτέος