Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πραγματώνω < πράγμα + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réaliser)

  Ρήμα επεξεργασία

πραγματώνω (παθητική φωνή: πραγματώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία