Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πραγματοκρατία οι πραγματοκρατίες
      γενική της πραγματοκρατίας των πραγματοκρατιών
    αιτιατική την πραγματοκρατία τις πραγματοκρατίες
     κλητική πραγματοκρατία πραγματοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πραγματοκρατία < πράγμα + -ο- + -κρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réalisme)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πραγματοκρατία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία