Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουτανιά οι πουτανιές
      γενική της πουτανιάς των πουτανιών
    αιτιατική την πουτανιά τις πουτανιές
     κλητική πουτανιά πουτανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουτανιά < πουτάν(α) + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πουτανιά θηλυκό

  1. η συμπεριφορά της πουτάνας
  2. (κατ’ επέκταση, προφορικό) τρόπος συμπεριφοράς με κύριο γνώρισμα την πονηριά ή ακόμη κι άλλα αθέμιτα μέσα
     συνώνυμα: πονηριά, κομπίνα, μπινιά, καριολιά

Εκφράσεις επεξεργασία

  • στην πουτάνα πουτανιές; : πας να μου τη φέρεις με τρόπο που ήδη ξέρω;

  Μεταφράσεις επεξεργασία