Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουστίζω < πούστης + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πουστίζω

  1. μοιάζω με ομοφυλόφιλο ή υιοθετώ ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές
  2. γίνομαι ομοφυλόφιλος σταδιακά

  Μεταφράσεις επεξεργασία