πουπέκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουπέκι | τα | πουπέκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πουπέκι | τα | πουπέκια |
κλητική | πουπέκι | πουπέκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουπέκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουπέκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος γαλατόπιτας
- ※ Έχετε δοκιμάσει το πουπέκι; Είναι η εμβληματική γαλατόπιτα της Αττικής, με βάση από σπιτικά φύλλα και σιμιγδαλένια, γαλατένια κρέμα (Πουπέκι παραδοσιακό (γαλατόπιτα από τα Μεσόγεια), εφημ. Καθημερινή, 11/09/2022)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουπέκι
|