Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποτοποιός οι ποτοποιοί
      γενική του ποτοποιού των ποτοποιών
    αιτιατική τον ποτοποιό τους ποτοποιούς
     κλητική ποτοποιέ ποτοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποτοποιός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποτοποιός αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) βιομήχανος ή ειδικός τεχνίτης παρασκευής οινοπνευματοδών ποτών, κρασιού, μπίρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία